αδελφάτο

αδελφάτο
Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή διαχείρισης ενός φιλανθρωπικού σωματείου, ενορίας κλπ.
* * *
και αδερφάτο, το [αδελφός]
1. φιλανθρωπικό ή θρησκευτικό σωματείο, σύλλογος, αδελφότητα
2. επιτροπή που διευθύνει και διαχειρίζεται περιουσία νοσοκομείου, ναού ή φιλανθρωπικού καταστήματος, το διοικητικό συμβούλιο τού αδελφάτου
3. άτομα, που συνήθως ασκούν την ίδια τέχνη ή ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο, τα οποία συνεισφέρουν για κάποιο κοινό σκοπό ή για τον εορτασμό κάποιου αγίου
4. η συνεισφορά που οφείλει κανείς να καταβάλει
5. η λειτουργία που τελείται από κάποια συντεχνία ή σωματείο
6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφάτα
κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφικάτα*).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελφάτο — το συμβούλιο που διευθύνει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα: Το αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου έκρινε αναγκαίες ορισμένες τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού του ιδρύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ροσέτι — (Rossetti). Όνομα αγγλικής οικογένειας καλλιτεχνών, ιταλικής καταγωγής. 1. Κριστίνα Τζορτζίνα (1830 – 1894). Ποιήτρια, αδελφή του προηγούμενου. Ασχολήθηκε με την ποίηση από νεαρή ηλικία. Τα ποιήματά της εκφράζουν τη βαθύτατη θρησκευτικότητά της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”